ζωγρείον

ζωγρείον
ζωγρεῑον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) [ζωγρώ]·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο
2. κλουβί
3. παγίδα
4. ιχθυοτροφείο
5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῑα
τα ζωάγρια*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζωάγριος — ζωάγριος, ον (Α) 1. αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου 2. φρ. «ζωαγρίους χάριτας ὀφλισκάνω» οφείλω ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία τής ζωής μου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωάγριον η θυσία που προσφέρεται για τη σωτηρία κάποιου 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά… …   Dictionary of Greek

  • ζωαγρία — ζῳαγρία, ἡ (Α) ο τόπος, το οικοδόμημα όπου φυλάσσονται ζώα, ιδίως άγρια, ατιθάσευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί ζωγρείον*] …   Dictionary of Greek

  • ζώγρος — ζῶγρος, ὁ (Α) κλουβί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ζωγρείον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”